ίσκω

ίσκω
(I)
ἴσκω (Α)
επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι.
————————
(II)
ἴσκω (Α)
1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.)
2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον, εκλαμβάνω, παρομοιάζω («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με αντί για σένα, Ομ. Ιλ.)
3. προσποιούμαι («ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῑα», Ομ. Οδ.)
4. υποθέτω, φαντάζομαι («οἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ», Ομ. Οδ.)
5. λέγω, ομιλώ («ἴσκον τοιάδε πολλά», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (< *Fίκσκω), που συνδέεται με το ἔοικα* και τού οποίου μαρτυρείται προστακτ. ἴσκε και μτχ. ἴσκοντες, ἴσκουσα. Στον Όμηρο και στη Σαπφώ απαντά τ. ἐΐσκω < *-Fίκ-σκω, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν είναι αποδεκτό το αρχικό F, υπετέθη -Fίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἴσκω — go pres subj act 1st sg (epic) ἴσκω go pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκειν — ἴσκω go pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκομαι — ἴσκω go pres ind mp 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκοντες — ἴσκω go pres part act masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκουσαν — ἴσκω go pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκων — ἴσκω go pres part act masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκωσι — ἴσκω go pres subj act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκον — ἴσκε aor ind act 1st sg (epic) ἴσκω go pres part act masc voc sg (epic) ἴσκω go pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ἴσκω go imperf ind act 3rd pl (epic) ἴσκω go imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσκουσ' — ἴσκουσα , ἴσκω go pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἴσκουσι , ἴσκω go pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἴσκουσι , ἴσκω go pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἴσκουσαι , ἴσκω go pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλυνίσκω — (Μ) εξυμνώ, προσφωνώ τιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεγαλύνω με θαμιστ. κατάλ. ίσκω (πρβλ. γεραν ίσκω, μαραν ίσκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”